- προέδρα
- ἡ, Α1. η πρώτη έδρα, το πρώτο κάθισμα στο θέατρο («ἐκ προέδρας μετὰ τῶν ἀδελφῶν... συνεθεάσατο», Δίων Κάσσ.)2. είδος προθαλάμου3. τα πρωτεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἕδρα «οίκημα, κάθισμα, θέση, εξουσία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προέδρας — προέδρᾱς , προέδρα front seat fem acc pl προέδρᾱς , προέδρα front seat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek